Ο Αετός, είναι αρπακτικό ημερόβιο
πτηνό της
τάξης των
Αετόμορφων(Accipitriformes). Τα περισσότερα μέλη κατατάσσονται στην οικογένεια
Αετίδες(Accipitridae), ειδικά όμως στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, στους αετούς συμπεριλαμβάνεται και ο
ψαραετός της
οικογένειας Πανδιονίδες(Pandionidae). (βλ.Συστηματική Ταξινομική).
Η λέξη
αετός έχει την εξής ετυμολογία: [ΕΤΥΜ. αρχ. < *αίετός < *αΐΡετός < *αίΕι-ετός < I.E. *awi- ≪πτηνό≫, πβ. λατ. avis, σανσκρ. vis. Ομόρρ. οιωνός (< *όΕι-ωνός) ≪πτηνό≫, o τ. αϊ- τός < αετός είναι μεσν.].
[2]Η λατινική λέξη
aquila για το σημαντικότερο
γένος αετών, προέρχεται από το
aquilus, που σημαίνει «σκοτεινόχρωμος» και, πιθανόν, σχετίζεται με τον συνηθέστερο χρωματισμό του φτερώματος που είναι σκούρος.
[3][4].
Γεωγραφική κατανομή
Οι αετοί είναι κοσμοπολιτικά πτηνά, με εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους, αν και τα περισσότερα
είδη, βρίσκονται στην Ευρασία. Αντίθετα, τα λιγότερα είδη -μόνο 2- βρίσκονται στη Β.
Αμερική.
Γενικά χαρακτηριστικά
Οι αετοί είναι μεγάλα, σωματώδη αρπακτικά πουλιά, με βαρύ κεφάλι και ράμφος και σχετικά βραχύ λαιμό. Ακόμα και τα μικρότερα μέλη, όπως ο
σταυραετός(
Aquila pennata), έχουν μεγέθη ανάλογα με εκείνο μιας
γερακίνας (
Buteo buteo). Γενικά, με εξαίρεση τους
κόνδορες και κάποιους
γύπες του
Παλαιού Κόσμου, οι περισσότεροι είναι μεγαλύτεροι από οποιoδήποτε άλλο αρπακτικό πτηνό. Το μικρότερο είδος
Spilornis klossi, ζυγίζει μόλις 450 γραμμάρια και έχει μήκος 40 εκατοστά, ενώ τα μεγαλύτερα είδη αναφέρονται παρακάτω.Όπως όλα τα αρπακτικά πουλιά, έχουν πολύ μεγάλο και βαρύ ράμφος με ισχυρό άγκιστρο για τον τεμαχισμό σάρκας από τη λεία τους, ενώ η
ρινοθήκηστερείται εγκοπής ή οδοντικής προεξοχής (διαφορά από τα
γεράκια).
[5]Το πτέρωμα είναι τις περισσότερες φορές σκουρόχρωμο (σταχτί, καφετί ή μαυριδερό), με πιο ανοιχτόχρωμη την κάτω επιφάνειά του. Οι πτέρυγες είναι μεγάλες και αποστρογγυλεμένες (όχι οξύληκτες και δρεπανοειδούς σχήματος όπως στα
γεράκια. Η ουρά κυμαίνεται σε μέγεθος από κοντή έως μακριά και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, φέρει παράλληλες ραβδώσεις και μία τελική σκούρα λωρίδα στην άκρη της.Οι ταρσοί είναι μυώδεις και, συνήθως πτερωμένοι, εφοδιασμένοι με πανίσχυρους γαμψώνυχες. Η εξαιρετικά οξεία όρασή τους που, φθάνει έως και 3,6 φορές την ανθρώπινη, τους δίνει τη δυνατότητα να εντοπίζουν τα πιθανά θηράματα από πολύ μεγάλη απόσταση.
[6] Μάλιστα, αυτή υποβοηθείται από τις πολύ μεγάλες οφθαλμικές κόρες που εξασφαλίζουν ελάχιστη
περίθλαση (σκέδαση) του εισερχόμενου φωτός.Τα φύλα, χωρίς να εμφανίζουν τον έντονο
φυλετικό διμορφισμό των
γερακιών, έχουν εν τούτοις διαφορά στο μέγεθος, με τα θηλυκά να είναι λίγο μεγαλύτερα και σαφώς βαρύτερα.
[7][8]Επειδή η αλλαγή του πτερώματος με την πάροδο της ηλικίας, γίνεται αργά, η αναγνώριση πεδίου των διαφορετικών
ειδών στα νεαρά άτομα, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα δύσκολη.
[9]Είναι τακτικό θέμα συζήτησης ποιο θα πρέπει να θεωρείται το μεγαλύτερο
είδος αετού. Η μέτρηση θα μπορούσε να αναφέρεται σε συνολικό μήκος, μάζα σώματος ή άνοιγμα πτερύγων. Διαφορετικές ανάγκες του τρόπου ζωής μεταξύ των διαφόρων
ειδών, όμως, έχει ως αποτέλεσμα μεταβλητές μετρήσεις από είδος σε είδος. Για παράδειγμα, πολλά δασόβια είδη, έχουν σχετικά μικρό άνοιγμα πτερύγων, ένα χαρακτηριστικό που απαιτείται για να είναι σε θέση να ελιχθούν σε γρήγορες, σύντομες πτήσεις μέσα από πυκνά δασωμένους οικοτόπους.
[10]Από την άλλη πλευρά, οι αετοί του γένους
Aquila βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε ανοικτούς χώρους, είναι εξαιρετικοί ανεμοπόροι (
soarers), οπότε έχουν σχετικά μεγάλο, για το μέγεθός το&upsi